Τυχαία προβολή

6/random/ticker-posts

Header Ads Widget

Επεξεργασία    

      Μικρές Αλλαγές Φωτός Που Μεταμορφώνουν Τον Κόσμο σου    

 
Δεν άλλαξε τίποτα φανερά. Το τραπέζι έμεινε στη θέση του, η καρέκλα δεν έτριξε, το ρολόι συνέχισε να κυκλώνει το ίδιο τετράγωνο από δευτερόλεπτα στον τοίχο.


Απαλή μετατόπιση φωτός

Δεν άλλαξε τίποτα φανερά. Το τραπέζι έμεινε στη θέση του, η καρέκλα δεν έτριξε, το ρολόι συνέχισε να κυκλώνει το ίδιο τετράγωνο από δευτερόλεπτα στον τοίχο. Κι όμως, κάτι μετακινήθηκε, ανεπαίσθητα, σαν κόκκος σκόνης που αλλάζει τροχιά μέσα σε μια ακτίνα ήλιου.

Το φως δεν έπεφτε πια πάνω στα πράγματα όπως χθες. Δεν τα χτύπαγε, τα άγγιζε. Αντί να στομώνει τις επιφάνειες, τις άνοιγε προς τα μέσα, σαν να είχαν όλες τους από καιρό μια κρυφή πόρτα και βρέθηκε επιτέλους το κλειδί. Η κούπα, το βιβλίο, το μισάνοιχτο παράθυρο, έπαιρναν μια αδιόρατη λάμψη, σαν να θυμήθηκαν ξαφνικά τον λόγο που υπάρχουν.

Καθώς περπατούσες στο δωμάτιο, το πάτωμα δεν έβγαζε ήχο, αλλά η σιωπή του ήταν πυκνότερη. Κάθε σου βήμα έμοιαζε να αλλάζει ελάχιστα την κλίση ενός αόρατου εκκρεμούς: το πριν και το μετά πλησίαζαν μεταξύ τους, σαν να ήθελαν για μια στιγμή να συμφωνήσουν. Η σκιά σου δεν σε ακολουθούσε πια. Προχωρούσε πλάι σου, ισότιμη, σαν συνεπιβάτης σε βαγόνι νυχτερινού τρένου.

Έξω, ο ουρανός δεν ήταν πιο καθαρός ούτε πιο σκοτεινός. Απλώς είχε χάσει την ανάγκη να εντυπωσιάσει. Σύννεφα διέσχιζαν την έκταση σαν ήπιες σκέψεις που δεν ζητούν απαντήσεις. Το φως τα διαπερνούσε χωρίς να τα διαλύει, όπως οι ήρεμες λέξεις περνούν μέσα από τις πληγές χωρίς να τις ξύνουν. Δεν υπήρχε δραματικότητα, μόνο μια ακριβής, ευγενική είσοδος της ημέρας.

Μέσα σου, κάτι παρόμοιο συνέβαινε. Οι παλιές, σκληρές βεβαιότητες δεν έσπασαν με θόρυβο. Ξεκίνησαν απλώς να γίνονται ημιδιαφανείς. Οι έγνοιες συνέχισαν την καταμέτρηση των ίδιων αριθμών, μα τώρα ανάμεσά τους παρεμβάλλονταν κενά, μικρά διαστήματα αναπνοής. Ήταν σαν κάποιος να κατέβασε λίγο την ένταση στις εσωτερικές φωνές και, κάτω από τον βόμβο τους, ν’ ακούστηκε για πρώτη φορά ο ήχος από κάτι που πάντα ήταν εκεί: μια ήρεμη, επίμονη παρουσία που δεν ζητούσε ορισμούς.

Στάθηκες μπροστά στον καθρέφτη και το βλέμμα σου δεν σε εξέταζε. Σε συναντούσε. Δεν έψαχνε για λάθη, δεν ζύγιζε ελλείψεις, δεν μετρούσε χρόνια. Απλώς αναγνώριζε: «Να, αυτό το πρόσωπο, με όλες του τις ιστορίες, βρίσκεται ακόμη εδώ». Στην άκρη των ματιών, οι λεπτές γραμμές έμοιαζαν λιγότερο με σημεία φθοράς και περισσότερο με αποτυπώματα από χαμόγελα που πέρασαν κάποτε και, από ευγνωμοσύνη, έμειναν χαραγμένα.

Κάποια στιγμή, χωρίς να το προγραμματίσεις, κάθισες. Τα χέρια δεν κρατούσαν τίποτα, το μυαλό δεν έτρεχε πίσω ούτε μπροστά. Ο αέρας είχε το χρώμα της ανάπαυσης. Η καρδιά δεν χτυπούσε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά· χτυπούσε απλώς χωρίς αντίσταση, σαν να είχε βρει επιτέλους τον σωστό ρυθμό του χώρου. Δεν ήταν ευφορία, δεν ήταν θρίαμβος. Ήταν μια μικρή συμφωνία ειρήνης ανάμεσα σε ό,τι είσαι και σε ό,τι δεν θα προλάβεις ποτέ να γίνεις.

Τότε κατάλαβες ότι αυτή η μέρα δεν ήρθε για να φέρει μεγάλες αποκαλύψεις. Ήρθε για να αλλάξει ανεπαίσθητα τη γωνία πρόσπτωσης του φωτός πάνω στη ζωή σου. Οι ίδιες σκέψεις, αλλά λίγο πιο μαλακές. Το ίδιο σώμα, αλλά λίγο πιο συγχωρημένο. Ο ίδιος κόσμος, αλλά με την οξύτητα ελαφρώς χαμηλωμένη, ώστε να μπορείς επιτέλους να τον αγγίξεις χωρίς να κόβεσαι.

Η «απαλή μετατόπιση φωτός» δεν ήταν θαύμα ούτε σπάνιο φαινόμενο. Ήταν μια δυνατότητα που σε περίμενε σε κάθε αναπνοή που δεν βιαζόσουν. Ένα μικρό, σχεδόν αόρατο στρίψιμο του βλέμματος, από το «τι λείπει» στο «τι υπάρχει ήδη εδώ». Και όσο περισσότερο την άφηνες να απλώνεται, τόσο οι σκιές δεν εξαφανίζονταν, αλλά γίνονταν κατοικήσιμες. Μπορούσες να καθίσεις δίπλα τους, να πιείτε μαζί ένα αργό φως, και να συνεχίσετε.

Στο τέλος της ημέρας, τίποτα δεν είχε αλλάξει ριζικά. Κι όμως, όλα είχαν μετακινηθεί κατά ένα χιλιοστό προς μια πιο ήσυχη κατεύθυνση. Σαν κάδρο που το στρώνεις ελαφρά στον τοίχο μέχρι να κάτσει ίσια. Ίσως η ζωή να είναι ακριβώς αυτό: μια σειρά από τέτοιες μικρές, σχεδόν ασήμαντες διορθώσεις, όπου το φως βρίσκει κάθε φορά έναν λίγο πιο τρυφερό τρόπο να πέφτει πάνω μας.

Απαλή μετατόπιση φωτός – Η λίμνη

Η ομίχλη ξύπνησε πρώτη. Απλώθηκε πάνω από το νερό σαν ανάσα που δεν βιάζεται, σβήνοντας τις άκρες του τοπίου, μαλακώνοντας τα σύνορα ανάμεσα σε γη και ουρανό.

Η ομίχλη ξύπνησε πρώτη. Απλώθηκε πάνω από το νερό σαν ανάσα που δεν βιάζεται, σβήνοντας τις άκρες του τοπίου, μαλακώνοντας τα σύνορα ανάμεσα σε γη και ουρανό. Τα δέντρα στην άκρη της λίμνης έμειναν όρθια, λεπτά και σχεδόν διάφανα, σαν μνήμες που δεν θέλουν πια να διεκδικήσουν τίποτα.

Το φως δεν ήρθε απότομα, δεν διεκδίκησε σκηνή. Γλίστρησε μέσα από το πέπλο της ομίχλης, απλώνοντας μια οριζόντια, ήσυχη λάμψη, σαν λεπτή γραμμή ανάμεσα σε δύο κόσμους. Πάνω από τη γραμμή, ο αέρας είχε το χρώμα της αυγής· κάτω από τη γραμμή, το νερό καθρέφτιζε ένα πιο βαθύ, ανέκφραστο μωβ, σαν να κρατούσε για τον εαυτό του ό,τι δεν ειπώθηκε χθες.

Σ’ αυτή τη λεπτή ζώνη φωτός, τα δέντρα διπλασιάζονταν χωρίς θόρυβο. Το κορμί τους στεκόταν στη στεριά, η μορφή τους κυλούσε μέσα στο νερό, κι ανάμεσά τους δεν υπήρχε πια διάκριση. Ήταν σαν ο κόσμος να δοκίμαζε για λίγο την ιδέα ότι δεν χρειάζεται να επιλέγει ανάμεσα στο «πάνω» και στο «κάτω», στο «φαίνομαι» και στο «χάνομαι».

Εκείνη τη στιγμή, ακόμη κι ο χρόνος έμοιαζε να επιβραδύνει από ευγένεια. Δεν σε τραβούσε προς τα μπρος, δεν σε γύριζε πίσω· σε άφηνε να σταθείς στο λεπτό σημείο όπου το φως αλλάζει τόνο, χωρίς να αλλάζει ένταση. Σαν να σου έλεγε: «Μπορείς να μείνεις εδώ για λίγο, ανάμεσα σε δύο αναπνοές, και να δεις πώς είναι ο κόσμος όταν δεν τον κόβεις σε κομμάτια».

Η απαλή μετατόπιση φωτός δεν έκανε την πραγματικότητα πιο θεαματική. Την έκανε απλώς πιο επιεική. Οι γραμμές θόλωσαν, οι γωνίες στρογγύλεψαν, κι εκεί, μέσα στην αχλή, ο ορίζοντας έπαψε για λίγο να είναι μακριά. Πλησίασε, σχεδόν μέχρι το ύψος της καρδιάς, σαν να ζητούσε κι αυτός μια δεύτερη ευκαιρία να φανεί αλλιώς.

Εδώ η μουσική που ταιριάζει

Εγγραφή στο ενημερωτικό

Διάβασε Επίσης

Περισσότερα άρθρα:

Υπογραφή

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια