Ακαταδίωκτο και Πολιτική Ασυλία: Πώς Γεννιέται η Ατιμωρησία και Πνίγεται η Διαφάνεια
Η ύπαρξη ακαταδίωκτου και ειδικού καθεστώτος ευθύνης για υπουργούς και βουλευτές έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο όπου η εκλογή στο Κοινοβούλιο μπορεί να λειτουργεί, de facto (πραγματικά), ως «ασπίδα» απέναντι στη Δικαιοσύνη, και αυτό γεννά εύλογες αμφιβολίες για το αν αυτή η πρακτική συνάδει με τη δημοκρατία και την ισονομία.
Το συνταγματικό πλαίσιο του ακαταδίωκτου
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει το ακαταδίωκτο και το ανεύθυνο των βουλευτών στα άρθρα 61 και 62, προβλέποντας ότι όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται, δεν συλλαμβάνεται και δεν φυλακίζεται χωρίς άδεια της Βουλής.
Η ρύθμιση αυτή ισχύει για όλα τα εγκλήματα –κακουργήματα και πλημμελήματα– ακόμη και για πράξεις άσχετες με τα καθήκοντα του βουλευτή ή τελεσθείσες πριν από την εκλογή του, με εξαίρεση τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος θεσπίζει ειδικό καθεστώς ποινικής ευθύνης για υπουργούς και υφυπουργούς, ορίζοντας ότι μόνο η Βουλή έχει αρμοδιότητα να κινεί ποινική δίωξη για αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Η δίωξη πρέπει να ασκηθεί μέχρι το τέλος της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που ξεκινά μετά την τέλεση του αδικήματος, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά στενό χρονικό παράθυρο που στην πράξη οδηγεί συχνά σε παραγραφή.
Σύμφωνα με την κριτική της νομικής θεωρίας, το άρθρο 86 ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των υπουργών κατά τρόπο «προνομιακό», σε απόκλιση από όσα ισχύουν για κάθε άλλο πολίτη, και αυτό έχει χαρακτηριστεί ως ρύθμιση που τείνει στο ακαταδίωκτο.
Η Βουλή αναλαμβάνει ουσιαστικά ρόλο φίλτρου της Δικαιοσύνης, αποφασίζοντας αν θα επιτρέψει την άσκηση δίωξης, γεγονός που δημιουργεί εγγενή σύγκρουση ανάμεσα σε πολιτικό συμφέρον και δικαστική ανεξαρτησία.
Από θεσμική εγγύηση σε προνόμιο
Ιστορικά, η βουλευτική ασυλία και το ακαταδίωκτο θεσπίστηκαν ως εγγύηση προστασίας της δημοκρατίας, ώστε να μην παρεμποδίζεται η κοινοβουλευτική δράση μέσω προσχηματικών πολιτικών διώξεων.
Στόχος ήταν να προστατευθούν οι εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης από αυταρχικές πρακτικές της εκτελεστικής εξουσίας ή του βαθιού κράτους, όχι να τους χορηγηθεί μόνιμη ποινική ασπίδα.
Στην πράξη όμως, όπως επισημαίνει μεγάλο μέρος της συνταγματικής θεωρίας, η ασυλία και το ειδικό καθεστώς ευθύνης έχουν εκτραπεί σε προνομιακό δικαίωμα που έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου.
Οι δυσλειτουργίες της διαδικασίας –καθυστερήσεις, πολιτικοί υπολογισμοί, στενά παραθυράκια παραγραφής– έχουν καλλιεργήσει στην κοινωνία την εικόνα μιας κάστας πολιτικών που σπανίως λογοδοτούν ποινικά.
Νομικοί και θεσμικοί φορείς επισημαίνουν ότι το σημερινό καθεστώς δεν διασφαλίζει απλώς αυξημένες δικονομικές εγγυήσεις, αλλά συχνά λειτουργεί ως μηχανισμός ουσιαστικής ατιμωρησίας.
Έχει τονιστεί ότι η υπέρμετρη προστασία υπουργών και βουλευτών υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, καθώς οι πολίτες βλέπουν ότι για τα ίδια αδικήματα αντιμετωπίζονται εντελώς διαφορετικά οι πολιτικοί και οι απλοί πολίτες.
Εκλογή ως «ασπίδα» από τη Δικαιοσύνη
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εκλογή ή η επανεκλογή σε βουλευτικό αξίωμα αποκτά και μία επιπλέον, άτυπη λειτουργία: προσφέρει προστασία από ποινικές διώξεις μέσω του ακαταδίωκτου.
Δεδομένου ότι για να διωχθεί ένας βουλευτής απαιτείται άδεια της ίδιας της Βουλής, η απόκτηση της ιδιότητας του βουλευτή μετατρέπεται σε θεσμική ασπίδα, την ώρα που ο απλός πολίτης δεν διαθέτει καμία αντίστοιχη δυνατότητα.
Σε σειρά υποθέσεων τα τελευταία χρόνια –από οικονομικά σκάνδαλα μέχρι καταγγελίες κακοδιαχείρισης– έχει αναδειχθεί η τάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να μπλοκάρει ή να περιορίζει τις ποινικές διαδικασίες για στελέχη της, επικαλούμενη πολιτικές σκοπιμότητες ή έλλειψη επαρκών ενδείξεων.
Αυτό ενισχύει την εντύπωση ότι οι πολιτικοί δεν αγωνίζονται μόνο για να εκπροσωπήσουν τους πολίτες, αλλά και για να εξασφαλίσουν έναν βαθμό θεσμικής ασυλίας από τη Δικαιοσύνη.
Η νομική βιβλιογραφία έχει ήδη επισημάνει ότι η σύνδεση της ποινικής δίωξης υπουργών και βουλευτών με την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία προσβάλλει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αφού η Βουλή υποκαθιστά την εισαγγελική αρχή.
Έτσι, ο πολιτικός αγώνας για την κατάκτηση ή διατήρηση της εξουσίας δεν αφορά μόνο την υλοποίηση προγραμμάτων, αλλά έμμεσα και την προστασία στελεχών από τον κίνδυνο δικαστικής διερεύνησης.
Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ ως σύμπτωμα, όχι εξαίρεση
Το πρόσφατο σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων) δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη κουλτούρα ανοχής στη διαφθορά και την κακοδιαχείριση, όπου η πολιτική ευθύνη σπάνια μεταφράζεται σε πραγματική ποινική λογοδοσία.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου του Οργανισμού είχε ήδη από τον Μάιο του 2024 κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για σοβαρές παρατυπίες στη διαχείριση των ενισχύσεων, χωρίς να υπάρξει άμεση και επαρκής θεσμική αντίδραση.
Η Κομισιόν (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) χαρακτήρισε την κατάσταση στον ΟΠΕΚΕΠΕ «απαράδεκτη» και προειδοποίησε για πρακτικές διαφθοράς, επισημαίνοντας τον κίνδυνο για νέα πρόστιμα, κυρώσεις και ακόμη και μερική ή ολική ανατροπή των επιδοτήσεων προς τους Έλληνες αγρότες.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την υλοποίηση ενός πακέτου 54 συγκεκριμένων δράσεων για την αποκατάσταση της νομιμότητας και της διαφάνειας στον Οργανισμό, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει πλέον καμία ανοχή.
Την ίδια στιγμή, η υπόθεση έχει προκαλέσει μεγάλη πολιτική ένταση στο εσωτερικό, καθώς παρουσιάζεται ως η «δεύτερη μεγαλύτερη κυβερνητική κρίση» μετά την τραγωδία των Τεμπών, λόγω της έκτασης του σκανδάλου και των επιπτώσεών του στον αγροτικό κόσμο.
Έχουν ήδη γίνει προφυλακίσεις κατηγορουμένων που φέρονται να εισέπρατταν παράνομες ενισχύσεις, ενώ οι καταθέσεις αρμόδιων στελεχών φέρονται να αποκαλύπτουν αντιφάσεις και παραδοχές για συστηματικά φαινόμενα απάτης.
Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα για τη δημοκρατία δεν είναι μόνο αν θα τιμωρηθούν κάποια μεσαία ή κατώτερα στελέχη, αλλά αν θα υπάρξει πλήρης χαρτογράφηση και απόδοση ευθυνών σε όλο το εύρος της διοικητικής και πολιτικής ιεραρχίας.
Η εμπειρία προηγούμενων σκανδάλων δείχνει ότι η πολιτική ευθύνη συχνά εξαντλείται σε ρητορικές καταδίκες ή σε απομάκρυνση προσώπων, χωρίς ανάληψη ουσιαστικής ποινικής ευθύνης από εκείνους που είχαν την εξουσία να αποτρέψουν ή να σταματήσουν τις παρανομίες.
Δημοκρατία, ισονομία και διάκριση των εξουσιών
Η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου –η περίφημη ισονομία– αποτελεί θεμέλιο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος και σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες υπόκεινται στις ίδιες διαδικασίες, κυρώσεις και εγγυήσεις.
Όταν όμως υπουργοί και βουλευτές απολαμβάνουν ένα καθεστώς που στην πράξη δυσχεραίνει ή και ματαιώνει την ποινική τους δίωξη, η ισονομία μετατρέπεται σε κενή ρητορική, αφού η ίδια η έννομη τάξη εισάγει προνόμια υπέρ μιας συγκεκριμένης τάξης προσώπων.
Νομικοί σχολιαστές έχουν επισημάνει ότι το άρθρο 86 δεν έρχεται σε ένταση μόνο με την αρχή της ισότητας, αλλά και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς η Βουλή –ένα πολιτικό όργανο– αποφασίζει αν θα κινηθούν ποινικές διαδικασίες, ρόλος που κατά τα άλλα ανήκει στην ανεξάρτητη εισαγγελική αρχή.
Όταν η ποινική μεταχείριση ενός υπουργού εξαρτάται από τη βούληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, τότε η πολιτική συγκυρία υπερισχύει της δικαστικής κρίσης, υπονομεύοντας το κράτος δικαίου.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει τονίσει γενικότερα ότι κάθε μορφή ασυλίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να δικαιολογείται από σοβαρούς θεσμικούς λόγους, ώστε να μην καταλήγει σε άρνηση πρόσβασης στη Δικαιοσύνη ή σε εμπόδιο για τη λογοδοσία.
Η διεθνής τάση είναι να περιορίζονται οι ασυλίες στα απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, όχι να διευρύνονται σε γενικευμένο ποινικό προνόμιο.
Είναι αυτό δημοκρατία; Είναι αυτό ισονομία;
Το ερώτημα αν η σημερινή κατάσταση συνιστά αυθεντική δημοκρατία δεν είναι μόνο ηθικό, αλλά και θεσμικό.
Όταν πολίτες αντιλαμβάνονται ότι η εκλογή κάποιου σε βουλευτικό ή υπουργικό αξίωμα μειώνει δραστικά την πιθανότητα να λογοδοτήσει ποινικά, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς φθίνει, και η δημοκρατία αρχίζει να βιώνεται ως τυπική, αλλά όχι ουσιαστική.
Η ισονομία προϋποθέτει ότι τα πολιτικά πρόσωπα έχουν μεν θεσμικές εγγυήσεις για να ασκούν το έργο τους, αλλά όχι τόσο ισχυρές ώστε να οδηγούν σε ουσιαστική ατιμωρησία.
Όταν η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποφασίζει αν θα διωχθούν ή όχι πολιτικοί αντίπαλοι ή στελέχη της για κοινά ποινικά αδικήματα στοιχειοθετημένα από εισαγγελείς και ανεξάρτητες αρχές, το σύστημα δεν μοιάζει με ουδέτερο κράτος δικαίου, αλλά με μηχανισμό αλληλοπροστασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κοινή αίσθηση ότι «αλληλοκαλύπτονται» δεν είναι απλώς λαϊκή καχυποψία, αλλά αντανακλά πραγματικές δομικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε πολιτικά πρόσωπα να διαφεύγουν της ταχείας και ανεξάρτητης δικαστικής κρίσης.
Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ λειτουργεί μόνο ως ένας ακόμη καθρέφτης αυτού του προβλήματος: ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις συστηματικών παρανομιών και διεθνής πίεση, το ζήτημα της πλήρους πολιτικής και ποινικής λογοδοσίας παραμένει ανοιχτό.
Τι θα σήμαινε πραγματική λογοδοσία
Μια γνήσια δημοκρατική μεταρρύθμιση δεν θα σήμαινε πλήρη κατάργηση κάθε προστασίας, αλλά ριζικό επανακαθορισμό του σκοπού και της έκτασης της ασυλίας.
Η βουλευτική ασυλία θα έπρεπε να περιοριστεί αυστηρά σε πράξεις που συνδέονται άμεσα με τη βουλευτική λειτουργία (γνώμη και ψήφο στην άσκηση των καθηκόντων), ενώ για κοινά ποινικά αδικήματα οι βουλευτές να αντιμετωπίζονται όπως όλοι οι πολίτες.
Για τους υπουργούς, έχει προταθεί η αναμόρφωση ή και κατάργηση του σημερινού άρθρου 86, ώστε η ποινική δίωξη για αδικήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να μην ανήκει αποκλειστικά στη Βουλή, αλλά να ανατεθεί σε ειδικό δικαστικό όργανο ή σε ενισχυμένη εισαγγελική διαδικασία.
Παράλληλα, προτείνεται η επιμήκυνση ή κατάργηση των ασφυκτικών προθεσμιών παραγραφής, ώστε η λογοδοσία να μην εξαρτάται από πολιτικές συγκυρίες και ρυθμούς εξεταστικών επιτροπών.
Νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν επίσης την ανάγκη να καταστεί υποχρεωτική η συγκρότηση εξεταστικών ή προανακριτικών επιτροπών όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ώστε να αποφεύγονται οι αυθαίρετες πολιτικές αποφάσεις περί «μη δίωξης».
Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα περιόριζε την ευχέρεια της εκάστοτε πλειοψηφίας να μπλοκάρει δυσάρεστες υποθέσεις και θα ενίσχυε την αίσθηση ότι οι πολιτικοί λογοδοτούν πράγματι, όπως όλοι οι πολίτες.
Τέλος, η ενίσχυση και προστασία των ανεξάρτητων αρχών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου –όπως φάνηκε και στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ– είναι κρίσιμη, ώστε οι προειδοποιήσεις και τα πορίσματά τους να οδηγούν σε έγκαιρη δικαστική διερεύνηση, όχι να θάβονται σε γραφειοκρατικά ή πολιτικά συρτάρια.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι όπου υπάρχουν ισχυροί θεσμοί ελέγχου και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, η διαφθορά περιορίζεται και η πολιτική εξουσία μαθαίνει ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου.
Το ακαταδίωκτο, όπως λειτουργεί σήμερα, έχει σαφώς αρνητικές επιπτώσεις στη διαφάνεια της πολιτικής ζωής, γιατί κάνει δυσκολότερο τον έλεγχο των πολιτικών προσώπων, τροφοδοτεί κουλτούρα ατιμωρησίας και θολώνει την εικόνα για το ποιος λογοδοτεί και πώς.
Τι είναι το ακαταδίωκτο
Το ακαταδίωκτο των βουλευτών στηρίζεται κυρίως στο άρθρο 62 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται, δεν συλλαμβάνεται και δεν φυλακίζεται χωρίς άδεια της Βουλής.
Η θεωρητική του βάση είναι ότι έτσι προστατεύεται η ελεύθερη άσκηση της εντολής και η ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου απέναντι σε ενδεχόμενες πολιτικά υποκινούμενες διώξεις από την εκτελεστική εξουσία.
Ευρωπαϊκό πλαίσιο και σύγκριση
Παρόμοια λογική συναντάται και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου η ασυλία ορίζεται ρητά ως εγγύηση της ανεξαρτησίας του σώματος, όχι ως προσωπικό προνόμιο των βουλευτών.
Στην πράξη όμως, το εύρος του ελληνικού ακαταδίωκτου καλύπτει όλα σχεδόν τα αδικήματα (και άσχετα με τα καθήκοντα), με αποτέλεσμα η προστασία να ξεπερνά αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Θεσμικές συνέπειες για τη διαφάνεια
Πρώτη και πιο προφανής επίπτωση είναι ότι ο έλεγχος για πράξεις βουλευτών μεταφέρεται από τη Δικαιοσύνη στη Βουλή, καθώς κάθε δίωξη απαιτεί προηγούμενη άδεια του Σώματος.
Αυτό σημαίνει ότι πολιτικά όργανα αποφασίζουν αν θα ανοίξει ή όχι ένας φάκελος στη Δικαιοσύνη, γεγονός που αδυνατίζει την οριζόντια λογοδοσία μεταξύ εξουσιών και περιορίζει τη θεσμική διαφάνεια.
Δεύτερη επίπτωση είναι ότι πολλές υποθέσεις μένουν σε «γκρίζα ζώνη»: ο πολίτης δεν βλέπει μια καθαρή δικαστική διερεύνηση, αλλά μόνο κοινοβουλευτικού τύπου συζητήσεις και ψηφοφορίες για άρση ασυλίας.
Η διαδικασία συχνά χαρακτηρίζεται από καθυστερήσεις ή απορρίψεις αιτημάτων άρσης ασυλίας, κάτι που δημιουργεί εικόνα επιλεκτικής προστασίας και περιορίζει τη διαφάνεια ως προς το πώς αντιμετωπίζονται καταγγελίες για πολιτικά πρόσωπα.
Ακαταδίωκτο και διαφθορά
Η διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία για τη διαφθορά επισημαίνει ότι όταν το πολιτικό προσωπικό απολαμβάνει αυξημένες ασυλίες, η πιθανότητα διαφθοράς αυξάνεται και η τιμωρία της καθίσταται δυσκολότερη.
Έρευνες για την πολιτική διαφθορά στην Ελλάδα αναφέρουν ρητά το ακαταδίωκτο των βουλευτών ως παράγοντα που αποδυναμώνει την αποτρεπτική λειτουργία του ποινικού δικαίου για τους κατέχοντες εξουσία.
Η GRECO (Όμαδα Κρατών κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης) και οργανώσεις όπως η Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς έχουν επανειλημμένα ζητήσει αυστηρότερη και πιο συστηματική άρση ασυλίας για πράξεις που δεν συνδέονται με την κοινοβουλευτική λειτουργία.
Όταν η Βουλή αρνείται ή καθυστερεί να άρει την ασυλία για κοινού χαρακτήρα αδικήματα, το μήνυμα είναι ότι οι πολιτικοί βρίσκονται σε ασφαλέστερη θέση από τον μέσο πολίτη, άρα το κόστος της παρανομίας μειώνεται για εκείνους.
Κουλτούρα ατιμωρησίας και «σκοτεινές ζώνες»
Το ακαταδίωκτο δεν δημιουργεί μόνο νομικό εμπόδιο, αλλά και μια βαθιά κουλτούρα ατιμωρησίας, όπου θεωρείται περίπου «φυσικό» οι υποθέσεις πολιτικών να μην φτάνουν εύκολα στα δικαστήρια.
Η Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς έχει κατηγορήσει ανοικτά το ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι χρησιμοποιεί την ασυλία ως άμυνα απέναντι στη λογοδοσία, βάζοντας την πολιτική ηγεσία «πάνω από τον νόμο και τους υπόλοιπους πολίτες».
Αυτή η κουλτούρα έχει άμεσο αντίκτυπο στη διαφάνεια, γιατί υπονομεύει τη διάθεση δημοσιοποίησης στοιχείων, πορισμάτων και πειθαρχικών ενεργειών που αφορούν πολιτικά πρόσωπα.
Όταν η πολιτική τάξη αισθάνεται θεσμικά προστατευμένη, η πίεση για δημόσια εξηγήσεις και καθαρούς λογαριασμούς απέναντι στην κοινωνία αποδυναμώνεται, ενώ ενισχύεται η λογική των «κλειστών θυρών».
Διαφάνεια σε «πόθεν έσχες», δώρα και σύγκρουση συμφερόντων
Η διαφάνεια δεν αφορά μόνο τις ποινικές διώξεις, αλλά και τον προληπτικό έλεγχο, όπως είναι τα «πόθεν έσχες», η δημοσίευση δώρων και η παρακολούθηση συγκρούσεων συμφερόντων.
Ο οργανισμός Vouliwatch και άλλοι φορείς έχουν επισημάνει σοβαρούς περιορισμούς στα διαθέσιμα στοιχεία για την περιουσιακή κατάσταση πολιτικών, κάτι που συνδέεται με αδύναμα πλαίσια ελέγχου και έλλειψη ουσιαστικής υποχρέωσης για πλήρη διαφάνεια.
Έκθεση για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα σημείωσε ότι ακόμη και η λίστα δώρων προς τον Πρωθυπουργό και μέλη της κυβέρνησης δημοσιεύτηκε μόνο μετά από επίμονες παρεμβάσεις της κοινωνίας των πολιτών και σε μορφή που δημιουργεί ερωτήματα για την πληρότητά της.
Παράλληλα, αναφέρεται πως δεν έχουν δημοσιοποιηθεί αντίστοιχες καταγραφές για τους βουλευτές, γεγονός που αφήνει ένα σημαντικό σκοτεινό πεδίο σε ό,τι αφορά τις επιρροές που ενδέχεται να δέχονται.
Η ύπαρξη ισχυρής ασυλίας κάνει και αυτού του τύπου τους ελέγχους λιγότερο αιχμηρούς, γιατί η πιθανότητα πραγματικών κυρώσεων παραμένει χαμηλή, ειδικά όταν απαιτούνται πολιτικές αποφάσεις για να κινηθούν διαδικασίες.
Έτσι, η διαφάνεια καταλήγει περισσότερο σε τυπική συμμόρφωση με κανόνες παρά σε ουσιαστικό μηχανισμό λογοδοσίας με πραγματικές συνέπειες.
Πίεση και όρια στους ανεξάρτητους θεσμούς
Η Ελλάδα έχει θεσπίσει την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, με αποστολή τον εντοπισμό και την καταστολή της διαφθοράς, καθώς και την πρόληψή της μέσω ελέγχων και πολιτικών διαφάνειας.
Η ύπαρξη μιας τέτοιας αρχής αποτελεί θετικό βήμα, όμως οι εκθέσεις επισημαίνουν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στην εφαρμογή, καθυστερήσεις και διοικητικές αδυναμίες που περιορίζουν τον πραγματικό αντίκτυπο.
Όταν οι ανεξάρτητοι θεσμοί γνωρίζουν ότι για να οδηγηθούν υποθέσεις πολιτικών σε πραγματική ποινική διερεύνηση θα χρειαστούν πολιτικές αποφάσεις άρσης ασυλίας, η αποτελεσματικότητά τους υπονομεύεται δομικά.
Αυτό δημιουργεί ένα παράδοξο: από τη μία ενισχύονται οι θεσμοί διαφάνειας, από την άλλη το ακαταδίωκτο λειτουργεί ως «τελευταίο ανάχωμα» που μπορεί να αδρανοποιήσει τον έλεγχο σε κρίσιμες υποθέσεις.
Εμπιστοσύνη των πολιτών και ποιότητα δημοκρατίας
Η διαφάνεια δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλά βασική προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
Έρευνες για τη διαφθορά και τη δημόσια διοίκηση δείχνουν ότι η «εγκληματικότητα των ισχυρών» πλήττει σοβαρά τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όταν δεν συνοδεύεται από ουσιαστική λογοδοσία.
Όταν οι πολίτες βλέπουν ότι για τον μέσο άνθρωπο η Δικαιοσύνη κινείται γρήγορα, ενώ για τους πολιτικούς χρειάζονται ειδικές ψηφοφορίες και πολιτικές ισορροπίες, η διαφάνεια φαντάζει προσχηματική.
Το αποτέλεσμα είναι μια μορφή κυνισμού απέναντι στην πολιτική, όπου κάθε νέα υπόθεση καταγγελίας βιώνεται ως «άλλο ένα σκάνδαλο που δεν θα τιμωρηθεί», γεγονός που διαβρώνει τη συμμετοχή και την εμπιστοσύνη.
Πώς θα ενισχυόταν η διαφάνεια
Οι περισσότερες σοβαρές προτάσεις μεταρρύθμισης συγκλίνουν σε τρεις άξονες: αυστηρό περιορισμό του ακαταδίωκτου μόνο σε πράξεις που συνδέονται άμεσα με την κοινοβουλευτική λειτουργία, αυτοματοποιημένη και όχι πολιτικά διαμεσολαβημένη άρση ασυλίας για κοινά αδικήματα, και ενίσχυση των ανεξάρτητων θεσμών ελέγχου.
Ταυτόχρονα, προτείνεται ουσιαστική αναβάθμιση της διαφάνειας σε «πόθεν έσχες», δώρα, χρηματοδότηση κομμάτων και lobbying, ώστε οι πολίτες να μπορούν να παρακολουθούν καθαρά τις σχέσεις εξουσίας και επιρροής.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ασυλία θα έπαυε να λειτουργεί σαν προπέτασμα αδιαφάνειας και θα περιοριζόταν στον αρχικό της ρόλο: στην προστασία της ελεύθερης εντολής, χωρίς να εμποδίζει τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της.
Μόνο έτσι το ακαταδίωκτο θα μπορούσε να συνυπάρξει με υψηλό επίπεδο διαφάνειας, αντί να θεωρείται –όπως σήμερα– βασικός πυλώνας ενός συστήματος όπου «οι πολιτικοί λογοδοτούν λιγότερο από τους πολίτες τους».
Χωρίς ακαταδίωκτο: Άμεση ενεργοποίηση της Δικαιοσύνης
Χωρίς ακαταδίωκτο, η διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς που αγγίζουν βουλευτές και υπουργούς θα γινόταν πιο γρήγορη, πιο ανεξάρτητη από πολιτικούς συσχετισμούς και πολύ πιο κοντά στη «κανονική» ποινική διαδικασία που ισχύει για κάθε πολίτη.
Σήμερα, για να διερευνηθεί ποινικά ένας βουλευτής απαιτείται άρση ασυλίας ή ειδική κοινοβουλευτική διαδικασία, άρα η διερεύνηση περνάει πρώτα από το φίλτρο της Βουλής.
Χωρίς ακαταδίωκτο, ο εισαγγελέας θα μπορούσε να ξεκινά προκαταρκτική εξέταση, κύρια ανάκριση και άσκηση δίωξης απευθείας, χωρίς πολιτική άδεια, όπως γίνεται με κάθε άλλο κατηγορούμενο.
Αυτό θα σήμαινε άμεση πρόσβαση σε έγγραφα, καταθέσεις και οικονομικά στοιχεία, χωρίς τον κίνδυνο η Βουλή να μπλοκάρει ή να καθυστερεί την έρευνα για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Οποιαδήποτε καταγγελία για δωροδοκία, απιστία, ξέπλυμα χρήματος ή άλλες μορφές διαφθοράς θα αντιμετωπιζόταν ως κοινό ποινικό αδίκημα, όχι ως «ειδική» υπόθεση με επιπλέον θεσμικά εμπόδια.
Λιγότερες πολιτικές παρεμβολές, περισσότερη ανεξαρτησία
Στο σημερινό μοντέλο, το αν θα προχωρήσει μια υπόθεση διαφθοράς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στην επιτροπή δεοντολογίας και στην Ολομέλεια, όταν ζητείται άρση ασυλίας.
Χωρίς ακαταδίωκτο, η Βουλή θα έβγαινε από τη θέση του «προφύλακα» των μελών της και δεν θα μπορούσε να μπλοκάρει την ποινική διερεύνηση με πλειοψηφικές αποφάσεις.
Η GRECO έχει επισημάνει ότι η ανάμειξη της Βουλής στη διαδικασία δίωξης βουλευτών μπορεί να παρεμποδίσει την καταπολέμηση της διαφθοράς και έχει ζητήσει σαφείς κανόνες ώστε η ασυλία να μην εμποδίζει τις ποινικές διαδικασίες.
Αν δεν υπήρχε ακαταδίωκτο, αυτές οι συστάσεις θα υλοποιούνταν στην πιο ριζική μορφή τους: οι βουλευτές θα δικάζονταν από τα κοινά δικαστήρια, χωρίς πολιτική «διαιτησία» στο αν θα φτάσει η υπόθεση μέχρι εκεί.
Ταχύτερες έρευνες, μικρότερος κίνδυνος παραγραφής
Ένα μεγάλο πρόβλημα των σημερινών ρυθμίσεων είναι οι ειδικές προθεσμίες και οι πολιτικές καθυστερήσεις που ευνοούν την παραγραφή αδικημάτων διαφθοράς των πολιτικών.
Χωρίς ακαταδίωκτο (και χωρίς ειδικό, «προνομιακό» καθεστώς παραγραφής), οι υποθέσεις θα ακολουθούσαν τους γενικούς κανόνες του Ποινικού Κώδικα, άρα θα ήταν δυσκολότερο να «χαθούν» λόγω χρόνου.
Αυτό θα αύξανε την πίεση για γρήγορες και ουσιαστικές έρευνες: δικαστές, εισαγγελείς και αρχές διαφάνειας θα ήξεραν ότι υπάρχει πραγματικό παράθυρο διερεύνησης, χωρίς να εξαρτώνται από το πότε (και αν) θα ασχοληθεί η Βουλή.
Σε επίπεδο αποτροπής, η προοπτική μιας κανονικής, έγκαιρης δίκης χωρίς «ασφαλιστικές δικλείδες» υπέρ του πολιτικού προσωπικού θα λειτουργούσε ως ισχυρότερο φρένο σε διεφθαρμένες πρακτικές.
Ενίσχυση ανεξάρτητων αρχών και ευρωπαϊκών οργάνων
Σήμερα, όταν ανεξάρτητες αρχές ή ευρωπαϊκά όργανα (όπως η GRECO ή η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) εντοπίζουν ενδείξεις διαφθοράς, χρειάζεται εθνική πολιτική απόφαση για να κινηθούν πλήρως οι ποινικές διαδικασίες κατά βουλευτών.
Χωρίς ακαταδίωκτο, τα πορίσματά τους θα μπορούσαν να διαβιβάζονται απευθείας στον εισαγγελέα, ο οποίος θα είχε την αρμοδιότητα να ξεκινήσει δίωξη χωρίς μεσολάβηση πολιτικών σωμάτων.
Η GRECO και η UNCAC (Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς) τονίζουν ότι οι ασυλίες πρέπει να περιορίζονται «στο μέτρο που είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία», ώστε να μην παρεμποδίζονται οι έρευνες για διαφθορά.
Η κατάργηση ή ο δραστικός περιορισμός του ακαταδίωκτου είναι ακριβώς η κατεύθυνση που προτείνει η διεθνής εμπειρία, ώστε τα συστήματα ελέγχου να λειτουργούν χωρίς πολιτικά «βέτο».
Μετατροπή της πολιτικής από «ασπίδα» σε πεδίο λογοδοσίας
Στο σημερινό πλαίσιο, η εκλογή σε βουλευτικό αξίωμα συχνά εκλαμβάνεται ως επιπλέον στρώμα προστασίας από ποινικές ευθύνες.
Αν δεν υπήρχε ακαταδίωκτο, η ιδιότητα του βουλευτή δεν θα προσέθετε καμία νομική ασπίδα σε σχέση με τα αδικήματα διαφθοράς, αλλά ίσα-ίσα θα δημιουργούσε αυξημένη προσδοκία λογοδοσίας λόγω θεσμικού ρόλου.
Η θεωρία της «κυβερνητικής διαφθοράς» τονίζει ότι όταν οι ισχυροί δεν έχουν επιπλέον θεσμικά εμπόδια στη δίωξη, η νομιμοποίηση του συστήματος αυξάνεται και η ανοχή των πολιτών στη διαφθορά μειώνεται.
Έτσι, η πολιτική θα έπαυε να είναι ένας σχεδόν ασφαλής χώρος για όσους επιζητούν προστασία από τη Δικαιοσύνη και θα γινόταν μια σφαίρα όπου η παραβατικότητα έχει πραγματικό ρίσκο, όπως για όλους.
Πιθανές θεσμικές ισορροπίες αντί της πλήρους κατάργησης
Η διεθνής συζήτηση δεν λέει ότι πρέπει να εξαφανιστεί κάθε μορφή προστασίας, αλλά ότι πρέπει να περιοριστεί αυστηρά στο «λειτουργικό» σκέλος: γνώμη, ψήφος, κοινοβουλευτική δράση.
Ακόμη και χωρίς το σημερινό ακαταδίωκτο, θα μπορούσε να υπάρχει ειδική προστασία μόνο για όσα ο βουλευτής λέει και ψηφίζει στο Κοινοβούλιο, ενώ για δωροδοκίες, απιστία, προμήθειες κ.λπ. να ισχύει πλήρης δυνατότητα δίωξης.
Σε αρκετές χώρες, η άρση ασυλίας είναι αυτοματοποιημένη για αδικήματα διαφθοράς: προβλέπεται ότι η ασυλία δεν ισχύει ή αίρεται υποχρεωτικά όταν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις.
Ένα τέτοιο μοντέλο –ή η πλήρης κατάργηση του ακαταδίωκτου για αδικήματα διαφθοράς– θα έκανε τις έρευνες πιο ευθείες, διαφανείς και αξιόπιστες, αφαιρώντας από τη Βουλή τον ρόλο του «δικαστή στον εαυτό της».
Συνολικά αποτελέσματα στη διερεύνηση διαφθοράς
Συνδυάζοντας τα παραπάνω, χωρίς ακαταδίωκτο η διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς θα γινόταν:
- πιο απλή δικονομικά (χωρίς επιπλέον φίλτρα και ψηφοφορίες),
- πιο γρήγορη (μικρότερες καθυστερήσεις, λιγότερες παραγραφές),
- πιο ανεξάρτητη (χωρίς πολιτικό έλεγχο στο αν θα κινηθεί η δίωξη),
- και πιο αποτρεπτική για μελλοντική διαφθορά.
Οι διεθνείς οργανισμοί κατά της διαφθοράς θεωρούν πως όσο λιγότερα θεσμικά εμπόδια υπάρχουν για να φτάσει ένας ισχυρός στο εδώλιο, τόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο ελέγχου της διαφθοράς σε μια χώρα.
Με την κατάργηση ή τον δραστικό περιορισμό του ακαταδίωκτου, οι υποθέσεις διαφθοράς δεν θα ήταν η εξαίρεση που χρειάζεται πολιτική άδεια για να διερευνηθεί, αλλά ο κανόνας: ισότιμη εφαρμογή του νόμου σε όλους, χωρίς θεσμικά καταφύγια.
Σχεδιασμός διαδικασίας άρσης ασυλίας
Μια διαδικασία άρσης ασυλίας στην Ελλάδα θα μπορούσε να σχεδιαστεί έτσι ώστε να προστατεύει την ελεύθερη άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων, αλλά χωρίς να λειτουργεί ως εμπόδιο στις ποινικές έρευνες, ειδικά σε υποθέσεις διαφθοράς.
Βασικές αρχές σχεδιασμού
Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της GRECO και της Επιτροπής της Βενετίας (Venice Commission - συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης για συνταγματικά θέματα), η ασυλία πρέπει να περιορίζεται μόνο σε ό,τι είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία και να μην παρεμποδίζει την απονομή δικαιοσύνης.
Βασική αρχή είναι η διάκριση ανάμεσα στη «μη ευθύνη» για γνώμη και ψήφο (που είναι απόλυτη) και στην «ακαταδίωκτη» προστασία έναντι διώξεων, η οποία πρέπει να είναι περιορισμένη και να υπόκειται σε σαφείς κανόνες.
Η Επιτροπή της Βενετίας επισημαίνει ότι οι κανόνες για την ασυλία δεν πρέπει να ξεπερνούν το μέτρο του αναγκαίου και οφείλουν να στηρίζονται σε αρχές διαφάνειας, νομικής βεβαιότητας, προβλεψιμότητας και αμεροληψίας.
Επιπλέον προτείνει οι αποφάσεις για άρση ασυλίας να μην λαμβάνονται με αμιγώς πολιτικά κριτήρια, αλλά με ρητά, αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να ελέγχονται.
Περιορισμός του πεδίου της ασυλίας
Η πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση στην Ελλάδα ήδη περιόρισε την ασυλία, ώστε να αίρεται υποχρεωτικά για αδικήματα που δεν συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δράση του βουλευτή.
Η GRECO χαιρέτισε αυτή τη μεταρρύθμιση ως βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στη σύσταση: η ασυλία να ισχύει μόνο για πράξεις με προφανή σύνδεση με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα.
Ένα συνεπές μοντέλο θα όριζε στο Σύνταγμα ότι η ασυλία δεν καλύπτει: δωροδοκία, απιστία, ξέπλυμα χρήματος, απάτη, οικονομικά εγκλήματα και γενικά όλα τα κοινά ποινικά αδικήματα, ακόμη και αν τελούνται «με αφορμή» την ιδιότητα του βουλευτή.
Αντίθετα, η απόλυτη προστασία θα περιοριζόταν σε γνώμη, ψήφο, κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις και άλλες ενέργειες απολύτως συνδεδεμένες με τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, όπως προκρίνει και η ευρωπαϊκή πρακτική.
Σαφή και δεσμευτικά κριτήρια άρσης
Η GRECO έχει ζητήσει «σαφείς κανόνες και κριτήρια» ώστε οι διαδικασίες άρσης ασυλίας να μην εμποδίζουν τις ποινικές διώξεις για υποθέσεις διαφθοράς.
Τα κριτήρια θα μπορούσαν να διατυπωθούν σε ειδικό νόμο (ή στον Κανονισμό της Βουλής) ως εξής:
- όταν το αδίκημα δεν σχετίζεται με βουλευτική δραστηριότητα, η ασυλία αίρεται υποχρεωτικά,
- όταν το αδίκημα αφορά σοβαρά εγκλήματα (κακουργήματα, ιδιαίτερα διαφθορά), η ασυλία θεωρείται μη εφαρμόσιμη,
- μόνη εξαίρεση διατήρησης ασυλίας: σαφώς τεκμηριωμένος κίνδυνος κατάχρησης της ποινικής διαδικασίας για πολιτική δίωξη.
Η Επιτροπή της Βενετίας προτείνει ρητά να οριστούν κριτήρια τόσο για το πότε αίρεται όσο και για το πότε διατηρείται η ασυλία, ώστε να αποφεύγονται αυθαίρετες ή πολιτικά κατευθυνόμενες αποφάσεις.
Μια τέτοια ρύθμιση στην Ελλάδα θα μείωνε δραστικά το περιθώριο να γίνεται επίκληση ασυλίας για καθαρά ιδιωτικής φύσης ή διαφθορογόνες συμπεριφορές.
Ανεξάρτητη προ-αξιολόγηση πριν την Ολομέλεια
Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια έχουν μια ειδική επιτροπή που γνωμοδοτεί για τα αιτήματα άρσης ασυλίας, αλλά η πρακτική συχνά παραμένει πολιτικοποιημένη.
Στην Ελλάδα θα μπορούσε να θεσπιστεί μια μικτή επιτροπή, με συμμετοχή βουλευτών αλλά και ανώτερων δικαστικών ή συνταγματολόγων, ώστε η γνωμοδότηση να έχει πιο τεχνοκρατικό και λιγότερο κομματικό χαρακτήρα.
Η επιτροπή θα εξέταζε μόνο δύο ζητήματα: αν το αδίκημα έχει σχέση με βουλευτικά καθήκοντα και αν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η δίωξη είναι προσχηματική και πολιτικά κατευθυνόμενη.
Δεν θα κρίνει την ουσία της υπόθεσης (ενοχή ή αθωότητα), αλλά μόνο αν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις για άρση ασυλίας, όπως επισημαίνει και η ευρωπαϊκή νομολογία για να αποφευχθεί η «μικρο-δίκη» εντός του κοινοβουλίου.
Διαφανής και δεσμευμένη διαδικασία στην Ολομέλεια
Η Ολομέλεια της Βουλής θα πρέπει να αποφασίζει με ρητή αιτιολογία και όχι με μια απλή, σιωπηλή ψηφοφορία χωρίς εξήγηση, όπως συχνά συμβαίνει σε ευρωπαϊκά κοινοβούλια.
Η απόφαση, ιδίως όταν απορρίπτει αίτημα άρσης ασυλίας, θα πρέπει να αιτιολογείται γραπτά, με αναφορά στα κριτήρια (σχέση με βουλευτική δράση, ένδειξη πολιτικής δίωξης) και να δημοσιεύεται.
Για υποθέσεις διαφθοράς και σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής είναι δεσμευτική υπέρ της άρσης ασυλίας, εκτός αν η Ολομέλεια την ανατρέψει με αυξημένη πλειοψηφία.
Έτσι, θα δυσκολευτεί η καθαρά πλειοψηφική μπλοκάρισμα υποθέσεων, καθώς θα απαιτείται πολιτικό κόστος σε επίπεδο αυξημένης πλειοψηφίας για να προστατευτεί κάποιος από τη δικαστική διερεύνηση.
Αυστηρά χρονικά όρια και «σιωπηρή έγκριση»
Ένα κρίσιμο πρόβλημα που έχει επισημάνει η GRECO είναι οι καθυστερήσεις στην εξέταση αιτημάτων άρσης ασυλίας, που επιτρέπουν την παραγραφή ή την αποδυνάμωση υποθέσεων.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό, μπορεί να θεσπιστεί υποχρεωτική προθεσμία (π.χ. 60 ή 90 ημέρες) από τη λήψη του αιτήματος του εισαγγελέα μέχρι την τελική απόφαση της Βουλής.
Αν η προθεσμία παρέλθει χωρίς απόφαση, η ασυλία θα θεωρείται αυτομάτως αρθείσα («σιωπηρή άρση»), όπως συμβαίνει σε ορισμένα διοικητικά συστήματα με τη λογική της σιωπηρής έγκρισης.
Ένα τέτοιο σχήμα θα αφαιρούσε το κίνητρο για σκόπιμες καθυστερήσεις και θα διασφάλιζε ότι η Βουλή δεν μπορεί να κρατά επ' αόριστον παγωμένο ένα αίτημα άρσης ασυλίας.
Αυτοματοποιημένη άρση για ορισμένες κατηγορίες αδικημάτων
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι αρκετά κράτη προβλέπουν αυτόματη άρση ασυλίας για συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων, όπως αυτά που τελούνται επ' αυτοφώρω ή βαριά αδικήματα χωρίς σύνδεση με κοινοβουλευτική δράση.
Στην Ελλάδα θα μπορούσε να οριστεί ότι για:
- αυτόφωρα κακουργήματα,
- αδικήματα διαφθοράς (παθητική δωροδοκία, ενεργητική, εμπορία επιρροής),
- οργανωμένο οικονομικό έγκλημα,
η ασυλία δεν εφαρμόζεται εξαρχής και δεν απαιτείται απόφαση της Βουλής.
Η GRECO έχει τονίσει ότι η ασυλία δεν πρέπει να εμποδίζει ή να καθυστερεί διώξεις για διαφθορά σε βάρος βουλευτών, ζητώντας «αποφασιστικά μέτρα» και σαφείς κανόνες σε αυτή την κατεύθυνση.
Ένας τέτοιος αυτοματισμός θα έκανε ξεκάθαρο ότι σε υποθέσεις διαφθοράς ο βουλευτής αντιμετωπίζεται ουσιαστικά όπως κάθε άλλος πολίτης από την πρώτη στιγμή.
Διασφάλιση δικαιωμάτων του βουλευτή
Παράλληλα, πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης του βουλευτή, ώστε η άρση ασυλίας να μην χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πολιτικής στοχοποίησης.
Ο βουλευτής θα πρέπει να έχει δικαίωμα να παρουσιαστεί στην επιτροπή, να καταθέσει υπόμνημα, να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο και να ζητήσει ο ίδιος την άρση της ασυλίας του, όπως προτείνει η Επιτροπή της Βενετίας.
Επιπλέον, οποιαδήποτε απόφαση της Βουλής που αρνείται την άρση ασυλίας θα πρέπει να είναι ελέγξιμη τουλάχιστον σε επίπεδο συμβατότητας με το Σύνταγμα και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, π.χ. με δυνατότητα προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας για κατάχρηση εξουσίας.
Έτσι, ο βουλευτής προστατεύεται από πολιτικά υποκινούμενες διώξεις, αλλά και η κοινωνία προστατεύεται από πολιτικά υποκινούμενες «ασπίδες» ατιμωρησίας.
Συνταγματικό και κανονιστικό πλαίσιο
Για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μοντέλο στην Ελλάδα, απαιτείται συνδυασμός συνταγματικών και νομοθετικών παρεμβάσεων.
Το Σύνταγμα θα πρέπει να κατοχυρώνει: τον στενό, λειτουργικό χαρακτήρα της ασυλίας, την εξαίρεση για σοβαρά αδικήματα και διαφθορά, και τη δυνατότητα αυτόματης άρσης ή μη εφαρμογής της ασυλίας σε τέτοιες περιπτώσεις.
Στη συνέχεια, ο Κανονισμός της Βουλής και ένας ειδικός εφαρμοστικός νόμος θα ρύθμιζαν: τη σύνθεση και λειτουργία της επιτροπής ασυλίας, τα κριτήρια, τις προθεσμίες, τη διαδικασία αιτιολόγησης και δημοσίευσης των αποφάσεων.
Ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο, ευθυγραμμισμένο με τις συστάσεις της GRECO και τις κατευθύνσεις της Επιτροπής της Βενετίας, μπορεί να μετατρέψει την άρση ασυλίας από πεδίο κομματικού παζαριού σε διαφανή, προβλέψιμη και ελεγχόμενη θεσμική διαδικασία.
Επίλογος
Με αυτά τα δεδομένα, η απάντηση στα ερωτήματα «είναι αυτό δημοκρατία; είναι αυτό ισονομία;» δεν μπορεί να είναι ανεπιφύλακτα καταφατική.
Όσο η εκλογή σε πολιτικό αξίωμα λειτουργεί για πολλούς –και αντικειμενικά μπορεί να λειτουργήσει– ως άτυπη ασπίδα έναντι της δικαστικής διερεύνησης, και όσο η κοινοβουλευτική πλειοψηφία διατηρεί το δικαίωμα να κρίνει αν θα διωχθούν ή όχι μέλη της για στοιχειοθετημένα ποινικά αδικήματα, η δημοκρατία παραμένει θεσμικά λειψή και η ισονομία τραυματισμένη.
Κουίζ: Δοκιμάστε τις γνώσεις σας
1. Σε ποια άρθρα του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ακαταδίωκτο και το ανεύθυνο των βουλευτών;

0 Σχόλια