Η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Αθήνα έδειξε από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι αναλαμβάνει την αποστολή της με ταχύτητα, πυκνό πρόγραμμα επαφών και εμφανή αποφασιστικότητα. Οι πρώτες δημόσιες παρεμβάσεις της καταδεικνύουν πως αντιλαμβάνεται πλήρως τη συγκυρία: η Ουάσιγκτον θέλει ταχύτητα, αποτελέσματα και σταθερότητα στα κρίσιμα μέτωπα της αμυντικής, ενεργειακής και οικονομικής συνεργασίας με την Ελλάδα. Το μήνυμα είναι σαφές: ΗΠΑ και Ελλάδα δεν έχουν χρόνο για χάσιμο.
Η αμερικανοελληνική σχέση δεν είναι προϊόν συγκυρίας· έχει ιστορία δύο αιώνων, βουτηγμένη σε κοινές αντιλήψεις, στρατηγικές συνθήκες και αμοιβαία συμφέροντα. Από το φιλελληνικό κίνημα που ενέπνευσε τους πρώτους Αμερικανούς υποστηρικτές της Ελληνικής Επανάστασης, έως τον καθοριστικό ρόλο των ΗΠΑ στη μεταπολεμική ασφάλεια και ανασυγκρότηση της χώρας, η σχέση των δύο κρατών χτίστηκε σταδιακά, αλλά σταθερά. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η συμμετοχή της Ελλάδας στη Δύση, η ένταξη στο ΝΑΤΟ (NATO - North Atlantic Treaty Organization, Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου), οι βάσεις, η κοινή δράση σε περιφερειακές κρίσεις, καθώς και τα μεγάλα ενεργειακά και γεωστρατηγικά έργα (projects - έργα), προσέδωσαν νέα διάσταση στη συνεργασία.
Σε περιόδους κρίσης, οι δύο χώρες βγήκαν ενισχυμένες από τη σχέση τους· σε περιόδους ομαλότητας, την αναβάθμισαν. Και σήμερα, η ανάγκη για μια συμπαγή συμμαχία είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
Ανατολική Μεσόγειος: Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα
Η Ανατολική Μεσόγειος έχει εξελιχθεί σε κομβικό σημείο για την αμερικανική στρατηγική. Η περιοχή συγκεντρώνει ενεργειακά συμφέροντα, ισχυρούς διαδρόμους μεταφοράς, ανταγωνισμούς μεγάλων δυνάμεων και απρόβλεπτες εστίες αστάθειας. Η Κύπρος, το Ισραήλ, η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Ελλάδα αποτελούν το πλέγμα ενός τεράστιου γεωπολιτικού παζλ (puzzle - γρίφος, κατασκευή από κομμάτια), στο οποίο η Ουάσιγκτον θέλει να διατηρεί βαθιά επιρροή.
Η Ελλάδα, μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, εμφανίζεται ως ο σταθερότερος και πιο προβλέψιμος παίκτης. Διαθέτει τις υποδομές, το γεωγραφικό πλεονέκτημα, αλλά και την πολιτική σταθερότητα που αναζητούν οι ΗΠΑ. Οι βάσεις στη Σούδα, την Αλεξανδρούπολη, τη Λάρισα και το Στεφανοβίκειο αποτελούν κρίσιμα σημεία του ΝΑΤΟικού και αμερικανικού σχεδιασμού. Ταυτόχρονα, ο ενεργειακός ρόλος της χώρας –ως πύλη LNG (Liquefied Natural Gas - υγροποιημένο φυσικό αέριο) προς την Ευρώπη και κρίκος των αγωγών της Ανατολικής Μεσογείου– ενισχύει την αξία της.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η Ουάσιγκτον θέλει μια Ελλάδα ισχυρή, προβλέψιμη και σταθερά ευθυγραμμισμένη με τη Δύση. Κάθε Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα έχει αυτό το βάρος – και η νέα πρέσβειρα το αντιλαμβάνεται απόλυτα.
Οι προτεραιότητες της Ουάσιγκτον και ο ρόλος της Αθήνας
Για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα σήμερα λειτουργεί ως προκεχωρημένο φυλάκιο στα ανατολικά σύνορα της Δύσης. Η κρίση στην Ουκρανία, η αστάθεια στη Μέση Ανατολή, αλλά και η απρόβλεπτη συμπεριφορά της Τουρκίας καθιστούν την Αθήνα σημαντική. Η μετατόπιση της αμερικανικής γεωπολιτικής προσοχής προς την Ασία δεν αναιρεί την ανάγκη για σταθερούς συμμάχους στην Ευρώπη – αντίθετα, την ενισχύει.
Για την Ελλάδα, αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ευκαιρίες. Η Ουάσιγκτον δίνει ιδιαίτερη σημασία στην Αθήνα όχι μόνο ως στρατιωτικό εταίρο, αλλά και ως παράγοντα σταθερότητας στον ενεργειακό και οικονομικό χάρτη της Ευρώπης. Η ελληνική διπλωματία έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει αυτή την προσέγγιση σε πρακτικό όφελος: μεγαλύτερη ασφάλεια, ενισχυμένο διαπραγματευτικό βάρος στα περιφερειακά ζητήματα, ισχυρότερη παρουσία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Το στοίχημα όμως είναι διττό: από τη μια, η Αθήνα πρέπει να αξιοποιήσει τη στήριξη χωρίς υπερβολές και χωρίς να εγκλωβιστεί σε επιφανειακές εντυπώσεις· από την άλλη, πρέπει να αποφύγει την παθητικότητα και τη ρητορική "αυτονόητης" προσέγγισης. Η διπλωματία απαιτεί συνέπεια και στρατηγικό σχεδιασμό – όχι απλώς τυπική ευθυγράμμιση.
Νέα εποχή στην αμυντική συνεργασία
Η πρόσφατη ανανέωση και επέκταση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA - Mutual Defense Cooperation Agreement) προκάλεσε συζητήσεις, αλλά αποτελεί αναμφισβήτητο δείγμα της εμβάθυνσης των διμερών σχέσεων. Από πλευράς ΗΠΑ, η ενίσχυση των ελληνικών βάσεων προσφέρει επιχειρησιακή ευελιξία. Από πλευράς Ελλάδας, η διεύρυνση της συνεργασίας λειτουργεί ως ασπίδα αποτροπής έναντι απειλών – και ως πολιτικό μήνυμα.
Η νέα πρέσβειρα, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, προτίθεται να προωθήσει επιπλέον τομείς συνεργασίας: κοινές ασκήσεις, τεχνολογική μεταφορά, προγράμματα αμυντικής βιομηχανίας, επενδύσεις στη στρατιωτική τεχνολογία. Το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον είναι σταθερό – και η Αθήνα πρέπει να είναι προετοιμασμένη να το αξιοποιήσει με τρόπο που θα ενισχύει την εθνική ασφάλεια, όχι απλώς τα διπλωματικά δελτία τύπου.
Οικονομία, επενδύσεις και τεχνολογία: Το επόμενο μεγάλο πεδίο
Πίσω από τη στρατιωτική συνεργασία, υπάρχει ένα τεράστιο οικονομικό υπόβαθρο. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται έντονα για την ελληνική αγορά τεχνολογίας, ενέργειας, logistics (εφοδιαστική αλυσίδα), ψηφιακών υποδομών και τουρισμού υψηλής αξίας. Οι αμερικανικές εταιρείες βλέπουν την Ελλάδα ως περιφερειακή πλατφόρμα (platform - βάση λειτουργίας) για τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η νέα πρέσβειρα θα λειτουργήσει ως καταλύτης για αμερικανικά funds (επενδυτικά ταμεία) και επιχειρηματικούς ομίλους που ήδη διερευνούν τον ελληνικό χώρο. Όμως για να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα, η Αθήνα πρέπει:
- να ενισχύσει τη θεσμική σταθερότητα
- να μειώσει διοικητικά εμπόδια
- να δώσει ξεκάθαρα σήματα για το είδος επενδύσεων που επιδιώκει
Οι αμερικανικές επενδύσεις δεν "έρχονται μόνες τους". Θέλουν σοβαρότητα, καθαρές διαδικασίες και μακροπρόθεσμο πλάνο (plan - σχέδιο). Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει κόμβος αμερικανικής επιχειρηματικής παρουσίας στην περιοχή – αρκεί να δουλέψει μεθοδικά.
Η πρόκληση της συνέχειας και της στρατηγικής ωριμότητας
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι απλό αλλά καθοριστικό: μπορεί η Ελλάδα να διατηρήσει συνέπεια στη στρατηγική της σχέση με τις ΗΠΑ;
Οι διακρατικές σχέσεις δεν κρίνονται από τη διάρκεια μιας κυβέρνησης, ούτε από τις προσωπικότητες που περνούν από θέσεις κλειδιά. Κρίνονται από την ικανότητα ενός κράτους να διαμορφώνει μακράς πνοής στρατηγική, να διατηρεί τις συμμαχίες του και να προσαρμόζεται χωρίς να χάνει τον προσανατολισμό του.
Η νέα πρέσβειρα λειτουργεί ως επιταχυντής. Αλλά η επιτάχυνση έχει νόημα μόνο όταν υπάρχει δρόμος καλά χαραγμένος.
Η Ελλάδα έχει μπροστά της μια ευκαιρία να συνδέσει την επόμενη δεκαετία της με μια προσεκτικά σχεδιασμένη, αλλά και ουσιαστικά επωφελή συμμαχία. Μια συμμαχία που:
- ενισχύει την εθνική της ασφάλεια
- αυξάνει την περιφερειακή της ισχύ
- δημιουργεί οικονομικές ευκαιρίες
- σταθεροποιεί την παρουσία της στη Δύση
Η σχέση ΗΠΑ–Ελλάδας έχει αποδείξει ιστορικά ότι λειτουργεί. Είναι δοκιμασμένη, σταθερή και αμφίπλευρα ωφέλιμη. Το ζητούμενο πλέον είναι η συνέχιση και η εμβάθυνσή της, με ρεαλισμό και στρατηγική ωριμότητα.
Το συμπέρασμα
Οι ΗΠΑ και η Ελλάδα από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν ως ανεξάρτητα κράτη διατηρούν μια σχέση φιλίας, συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αυτή η σχέση πρέπει πάντα να βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης και των δύο πλευρών. Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη και έχει δοκιμαστεί σε δύσκολες εποχές. Δεν πρέπει να παύσει ποτέ.
Η νέα πρέσβειρα έχει ήδη δείξει πως θα κινηθεί γρήγορα και αποτελεσματικά. Το ερώτημα πλέον είναι αν και η Αθήνα θα συνεχίσει με την ίδια αποφασιστικότητα σε έναν δρόμο που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός για την θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα.

0 Σχόλια